πείσμα

πείσμα
τό
1) упрямство; κάνω πείσματα упрямствовать;

βάζω πείσμα — заупрямиться;

2) настойчивость, упорство;

με πείσμα — упорно, настойчиво;

§ τον έχω πείσμα — ненавидеть кого-л.;

γιά το πείσμα του — назло ему;

στο πείσμα — наперекор; — назло;

κάνω κάτι στο πείσμα — идти наперекор кому-л.; — делать назло кому-л.


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πείσμα" в других словарях:

  • πεῖσμα — ship s cable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …   Dictionary of Greek

  • πείσμα — το η αμετάθετη επιμονή σε μια άποψη, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι: Έχει τρομερό πείσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεισματώνω — [πείσμα, ατος (Ι)] 1. κάνω κάποιον να βάλει πείσμα, προκαλώ το πείσμα του, την πείσμονα αντίδρασή του, τόν εξερεθίζω, τόν εξοργίζω 2. (αμτβ.) βάζω πείσμα, θυμώνω, φανατίζομαι, εξοργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • πεισμώνω — [πείσμα (Ι)] 1. κάνω κάποιον πείσμονα, πεισματάρη, πεισματώνω κάποιον 2. γίνομαι πείσμων, ισχυρογνώμων, επίμονος, προκαλείται μέσα μου πεισματική αντίδραση («πείσμωσε και δεν μιλάει σε κανέναν» 3. φρ. «πεισμωμένη μάχη» η μάχη που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • πεῖσμ' — πεῖσμα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γινάτι — και γενάτι και ινάτι, το 1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη 2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τόν πιάσανε τα γινάτια») 3. παροιμ. «το γινάτι βγάζει μάτι» το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον… …   Dictionary of Greek

  • πεισματικός — ή, ό / πεισματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πείσμα, ατος (Ι)] αυτός που επιμένει σταθερά και επίμονα σε κάτι, πεισματάρικος, επίμονος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεισματικά λόγοι ή πράξεις πεισματικές, πείσματα 2. (το ουδ. πληθ. στην αιτ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πεισματώδης — ες 1. αυτός που γίνεται με πείσμα, με επιμονή 2. συνεκδ. σφοδρός, σκληρός («πεισματώδης μάχη»). επίρρ... πεισματωδώς με πείσμα, με επιμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα, ατος (Ι) + ώδης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ν. Δραγούμη] …   Dictionary of Greek

  • πείσμαθ' — πεί̱σματα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc pl πεί̱σματι , πεῖσμα ship s cable neut dat sg πεί̱σματε , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείσματ' — πεί̱σματα , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc pl πεί̱σματι , πεῖσμα ship s cable neut dat sg πεί̱σματε , πεῖσμα ship s cable neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»